Σταματώ στα εσθονικά
Μετάφραση: σταματώ, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tekk, seiskuma, peatama, seisak, peatuma, seisatuma, märgistama, peatus, lõpetama, lõpetage, stopp
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σταματώ
σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, δεν σταματώ, δε σταματώ, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ λεξικό γλώσσας εσθονικά, σταματώ στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σταθμός στα εσθονικά - jaam, Station, jaama, jaamas, peatus
- σταλάζω στα εσθονικά - tilgutama, tilkuma, tilkumine, nirisema, nire, käputäis, trickle, ...
- στασιασμός στα εσθονικά - mässumeelsus, mäss, mässule õhutamist, mässu, mässamise
- στασιαστικός στα εσθονικά - võimuvastane, mässuline, mässumeelne, mässumeelsed, vastupanija, mässumeelset
Τυχαίες λέξεις
Σταματώ στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tekk, seiskuma, peatama, seisak, peatuma, seisatuma, märgistama, peatus, lõpetama, lõpetage, stopp
Μεταφράσεις: tekk, seiskuma, peatama, seisak, peatuma, seisatuma, märgistama, peatus, lõpetama, lõpetage, stopp