Οικονομία στα εσθονικά
Μετάφραση: οικονομία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
päästmine, kokkuhoid, päästev, majandus, majanduse, majandusele, majanduses, majandust
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικονομία
οικονομία ελλάδα, οικονομία ετυμολογία, οικονομία καυσίμου, οικονομία της ελλάδας, οικονομία κεντροαφρικανική δημοκρατία, οικονομία λεξικό γλώσσας εσθονικά, οικονομία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- οικολογικός στα εσθονικά - ökoloogiline, ökoloogilise, ökoloogilised, ökoloogiliste, ökoloogilist
- οικολόγος στα εσθονικά - ökoloog, Ekologi, ökoloogina
- οικονομική στα εσθονικά - ökonoomika, majandusteadus, majandus-, majanduslik, majandusliku, majanduslikku, majanduse
- οικονομικός στα εσθονικά - tasuv, rahaline, majanduslik, majandus-, majandusliku, majanduslikku, majanduse
Τυχαίες λέξεις
Οικονομία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: päästmine, kokkuhoid, päästev, majandus, majanduse, majandusele, majanduses, majandust
Μεταφράσεις: päästmine, kokkuhoid, päästev, majandus, majanduse, majandusele, majanduses, majandust