Αντιπαθητικός στα εσθονικά
Μετάφραση: αντιπαθητικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
unprepossessing, ebameeldiva
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντιπαθητικός
αντιπαθητικόσ και δυσάρεστοσ άνθρωποσ, αντιπαθητικός συνώνυμο, αντιπαθητικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, αντιπαθητικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αντιμετώπιση στα εσθονικά - vastasseis, konfrontatsioon, vastasseisu, vastuseisu, konfrontatsiooni
- αντιπάθεια στα εσθονικά - antipaatia, võõrandumus, antipaatiat, antipaatiaga, antipaatial
- αντιπαθώ στα εσθονικά - põlgama, jälestama, mitte sallima, põlastama, sallima
- αντιπαράθεση στα εσθονικά - võitlus, kokkupõrge, kõrvutamine, kõrvutamisele, kõrvutiseadmine, üksteise kõrvale asetamise, rinnastatus
Τυχαίες λέξεις
Αντιπαθητικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: unprepossessing, ebameeldiva
Μεταφράσεις: unprepossessing, ebameeldiva