Ανοιχτοχέρης στα εσθονικά

Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
helde, suuremeelne, avatud, lahti, on avatud, open, avada
Ανοιχτοχέρης στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης

ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανοιχτοχέρης στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ανοικτός στα εσθονικά - lahti, avama, avalik, avatud, on avatud, open, avada
  • ανοιχτά στα εσθονικά - avalikult, avatult, avameelselt, läbipaistvalt
  • ανοιχτός στα εσθονικά - avalik, avama, lahti, avatud, on avatud, open, avada
  • ανοξείδωτος στα εσθονικά - roostevaba, roostevabast, stainless, roostevabast terasest
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: helde, suuremeelne, avatud, lahti, on avatud, open, avada