Αναβίωση στα εσθονικά

Μετάφραση: αναβίωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taasteke, elustamine, taassünd, taaselustamine, revival, taaselustamist, elavnemine
Αναβίωση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβίωση

αναβίωση δράμα, αναβίωση επε, αναβίωση ανώνυμης εταιρείας, αναβίωση ολυμπιακών αγώνων 1896, αναβίωση συνώνυμα, αναβίωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, αναβίωση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αναβάλλω στα εσθονικά - müügilaud, kiosk, seiskumissuhe, varisemine, varisemiskiirus
  • αναβάτης στα εσθονικά - sõitja, ratsanik, džoki, jockey, manööverdama, Hotellid Jockey
  • αναβαθμίζω στα εσθονικά - tõus, edutama, uuendama, upgrade, uuendada, versiooniuuenduse, uuendus, ...
  • αναβιώνω στα εσθονικά - taaselustama, taaselustada, elustada, elavdada, taastada
Τυχαίες λέξεις
Αναβίωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: taasteke, elustamine, taassünd, taaselustamine, revival, taaselustamist, elavnemine