Στυγνός στα δανικά
Μετάφραση: στυγνός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
brutal, brutale, brutalt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στυγνός
στυγνός συνώνυμο, στυγνός ορθολογιστής, στυγνός ετυμολογία, στυγνός συνώνυμα, στυγνός λεξικο, στυγνός λεξικό γλώσσας δανικά, στυγνός στα δανικά
Μεταφράσεις
- στρώνω στα δανικά - lægge, sætte, strø, strør, drysser, overså
- στρώση στα δανικά - lag, laget, fase, lags
- στυλοβάτης στα δανικά - grundpille, grundpillen, bærende, grundlaget, bærende kraft
- στυλό στα δανικά - pen, pennen, kuglepen, sti
Τυχαίες λέξεις
Στυγνός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: brutal, brutale, brutalt
Μεταφράσεις: brutal, brutale, brutalt