Πλήρως στα δανικά
Μετάφραση: πλήρως, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fuldt, fuldt ud, helt, fuld, fuldstændig
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλήρως
πλήρως ανταγωνιστική αγορά, πλήρως ανελαστική ζήτηση, πλήρως ελεγχόμενη μονοφασική γέφυρα, πλήρως συνώνυμο, πλήρως εντοιχιζόμενο πλυντήριο πιάτων, πλήρως λεξικό γλώσσας δανικά, πλήρως στα δανικά
Μεταφράσεις
- πλήξη στα δανικά - kedsomhed, livslede, ennui, Kjedsomhed
- πλήρης στα δανικά - hele, fuld, total, komplet, fuldstændig, komplette, fuldstændige, ...
- πλήττω στα δανικά - bore, kølle, knippelsuppe
- πλαίσιο στα δανικά - ramme, skelet, frame, rammen, stel, billede
Τυχαίες λέξεις
Πλήρως στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fuldt, fuldt ud, helt, fuld, fuldstændig
Μεταφράσεις: fuldt, fuldt ud, helt, fuld, fuldstændig