Κακοποιός στα δανικά
Μετάφραση: κακοποιός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbryder, evildoer, Ugerningsmand, som øver Gudløshed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κακοποιός
κακοποιός λεξικό γλώσσας δανικά, κακοποιός στα δανικά
Μεταφράσεις
- κακομεταχειρίζομαι στα δανικά - mishandle, forcere, at mishandle
- κακομοιριά στα δανικά - elendighed, elendigheden, ulykke, lidelser
- κακοτυχία στα δανικά - uheld, misadventure, problembarn, mislykkede eventyr
- κακουχία στα δανικά - trængsler, modgang, vanskeligheder, nød, vanskelige
Τυχαίες λέξεις
Κακοποιός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forbryder, evildoer, Ugerningsmand, som øver Gudløshed
Μεταφράσεις: forbryder, evildoer, Ugerningsmand, som øver Gudløshed