Εμαγιέ στα δανικά
Μετάφραση: εμαγιέ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
emalje, emaljen, enamel, emalje-
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμαγιέ
εμαγιέ κατσαρόλα, εμαγιέ γάστρα, εμαγιέ ή κεραμική, εμαγιέ εστιατόριο, εμαγιέ τσαγιέρα, εμαγιέ λεξικό γλώσσας δανικά, εμαγιέ στα δανικά
Μεταφράσεις
- ελώδης στα δανικά - sumpet, sumpede, marsk-, marsklignende, slimet
- εμένα στα δανικά - mig, jeg
- εμβάθυνση στα δανικά - uddybning, uddybe, at uddybe, uddybning af, dybere
- εμβέλεια στα δανικά - område, rækkevidde, interval, række, vifte, udvalg
Τυχαίες λέξεις
Εμαγιέ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: emalje, emaljen, enamel, emalje-
Μεταφράσεις: emalje, emaljen, enamel, emalje-