Αναρχία στα δανικά
Μετάφραση: αναρχία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
anarki, anarkiet, anarkiets, anarkistiske
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρχία
αναρχία ορισμός, αναρχία στην αρχαία ελλάδα, αναρχία και χριστιανισμός, αναρχία βιβλία, αναρχία ετυμολογία, αναρχία λεξικό γλώσσας δανικά, αναρχία στα δανικά
Μεταφράσεις
- αναρρόφηση στα δανικά - sugning, suge, sug, suge-, suges
- αναρρώνω στα δανικά - komme sig, convalesce
- αναρχικός στα δανικά - anarkist, anarkistiske, anarkistisk, anarkisten, anarchist
- αναρωτιέμαι στα δανικά - vidunder, spekulerer, spekulerer på, undre, undre sig
Τυχαίες λέξεις
Αναρχία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: anarki, anarkiet, anarkiets, anarkistiske
Μεταφράσεις: anarki, anarkiet, anarkiets, anarkistiske