Αγιοποιώ στα δανικά

Μετάφραση: αγιοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hellige, helliggøre, helliger, hellig, helliggør
Αγιοποιώ στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγιοποιώ

αγιοποιώ λεξικό γλώσσας δανικά, αγιοποιώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αγελαίος στα δανικά - selskabelig, gregarious, selskabelige, selskabeligt væsen
  • αγενής στα δανικά - uhøflig, uforskammet, uhøflige, uhøfligt
  • αγιοπρεπής στα δανικά - agioprepis
  • αγιότητα στα δανικά - hellighed, hellige, hellighedens, helligt
Τυχαίες λέξεις
Αγιοποιώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hellige, helliggøre, helliger, hellig, helliggør