Ωριμάζω στα γερμανικά

Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
altern, heranwachsen, ausgereift, reifen, wachsen, reif, mündig, reifst, erwachsen, reife, reifer, ausgereifte
Ωριμάζω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, ωριμάζω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ωραίος στα γερμανικά - prächtig, angenehm, ansehnlich, lieb, nett, freundlich, farbenprächtig, ...
  • ωριαίος στα γερμανικά - stündlich, Stunden, stündliche, stündlichen, pro Stunde
  • ωριμότητα στα γερμανικά - fälligkeit, reife, Reife, Fälligkeit, Laufzeit
  • ωρύομαι στα γερμανικά - gebrüll, getöse, schreien, Schrei, scream, schreie
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: altern, heranwachsen, ausgereift, reifen, wachsen, reif, mündig, reifst, erwachsen, reife, reifer, ausgereifte