Ωριαίος στα γερμανικά

Μετάφραση: ωριαίος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stündlich, Stunden, stündliche, stündlichen, pro Stunde
Ωριαίος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριαίος

ωριαίοσ κύκλοσ, ωριαίος χάρτης, ωριαίος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ωριαίος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ωραία στα γερμανικά - angenehm, hübsche, nett, hübsch, Geldbuße, fein, gut, ...
  • ωραίος στα γερμανικά - prächtig, angenehm, ansehnlich, lieb, nett, freundlich, farbenprächtig, ...
  • ωριμάζω στα γερμανικά - altern, heranwachsen, ausgereift, reifen, wachsen, reif, mündig, ...
  • ωριμότητα στα γερμανικά - fälligkeit, reife, Reife, Fälligkeit, Laufzeit
Τυχαίες λέξεις
Ωριαίος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: stündlich, Stunden, stündliche, stündlichen, pro Stunde