Υποφέρω στα γερμανικά
Μετάφραση: υποφέρω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tragen, gebären, baissier, börsenspekulant, bär, entbinden, ertragen, handeln, vertragen, erdulden, aushalten, erleiden, ausstehen, leiden, betroffen, leidet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποφέρω
υποφέρω δέσποινα βανδή, υποφέρω δέσποινα βανδή lyrics, υποφέρω ουσιαστικό, υποφέρω βανδή, υποφέρω εξαιτίας σου, υποφέρω λεξικό γλώσσας γερμανικά, υποφέρω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υπουργικός στα γερμανικά - amtliche, amtlich, Minister-, Minister, ministeriellen, ministerielle
- υπουργός στα γερμανικά - pfarrer, geistliche, pastor, minister, gesandte, gesandter, Minister, ...
- υποφερτός στα γερμανικά - erträgliche, sufferable, erträglich, erträglicher, erträglicher zu
- υποχρέωση στα γερμανικά - pflicht, verpflichtung, Verpflichtung, Pflicht, verpflichtet
Τυχαίες λέξεις
Υποφέρω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: tragen, gebären, baissier, börsenspekulant, bär, entbinden, ertragen, handeln, vertragen, erdulden, aushalten, erleiden, ausstehen, leiden, betroffen, leidet
Μεταφράσεις: tragen, gebären, baissier, börsenspekulant, bär, entbinden, ertragen, handeln, vertragen, erdulden, aushalten, erleiden, ausstehen, leiden, betroffen, leidet