Οργιά στα γερμανικά
Μετάφραση: οργιά, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
faden, ergründen, klafter, Klafter, fathom, Faden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργιά
οργιά λεξικό γλώσσας γερμανικά, οργιά στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- οργανίστας στα γερμανικά - organist, Organist, Organisten, Organistin
- οργανικός στα γερμανικά - organisch, konstitutiv, organischen, organische, organischer, organisches
- οργισμένος στα γερμανικά - aufgebracht, rabiat, wild, zornig, grimmig, wütend, aufgebrachte, ...
- οργωτής στα γερμανικά - pflüger, orgotis
Τυχαίες λέξεις
Οργιά στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: faden, ergründen, klafter, Klafter, fathom, Faden
Μεταφράσεις: faden, ergründen, klafter, Klafter, fathom, Faden