Εξουσιοδοτούμαι στα γερμανικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
investieren, bin, am, ich, mich
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτούμαι
εξουσιοδοτούμαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, εξουσιοδοτούμαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εξουσία στα γερμανικά - behörden, supermacht, behörde, bevollmächtigung, machtvollkommenheit, selbstvertrauen, amtsbefugnis, ...
- εξουσιάζω στα γερμανικά - beherrschung, steuern, zurückhaltung, beherrschen, führen, bedienungselement, lenkung, ...
- εξουσιοδοτώ στα γερμανικά - ermächtigen, genehmigen, autorisieren, bevollmächtigen, zulassen
- εξουσιοδότηση στα γερμανικά - komitee, amt, offizierspatent, weisung, vollmacht, tätigkeit, anzahlung, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτούμαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: investieren, bin, am, ich, mich
Μεταφράσεις: investieren, bin, am, ich, mich