Αχρηστεύω στα γερμανικά
Μετάφραση: αχρηστεύω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abschalten, ausschalten, entmündigen, außer Gefecht, handlungsunfähig, außer Gefecht zu, kampfunfähig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω
αχρηστεύω συνώνυμα, αχρηστεύω λεξικό γλώσσας γερμανικά, αχρηστεύω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αχνίζω στα γερμανικά - wasserdampf, dampf, brutzeln, zischen, sizzle, Knistern, brutzelt
- αχρείος στα γερμανικά - schändlich, miserabel, Schurke, Halunke, Gauner, Schuft, Schurken
- αχτίδα στα γερμανικά - leitstrahl, seite, balken, strahlen, schiffsseite, Welle, Schaft, ...
- αχυρώνας στα γερμανικά - stadel, scheuer, baracke, scheune, Scheune, Stall, barn
Τυχαίες λέξεις
Αχρηστεύω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: abschalten, ausschalten, entmündigen, außer Gefecht, handlungsunfähig, außer Gefecht zu, kampfunfähig
Μεταφράσεις: abschalten, ausschalten, entmündigen, außer Gefecht, handlungsunfähig, außer Gefecht zu, kampfunfähig