Απελευθερώνω στα γερμανικά
Μετάφραση: απελευθερώνω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freilassen, befreien, zu befreien, frei, Befreiung, freisetzen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελευθερώνω
απελευθερώνω συνώνυμα, απελευθερώνω μετάφραση, απελευθερώνω λεξικό γλώσσας γερμανικά, απελευθερώνω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- απειρία στα γερμανικά - unerfahrenheit, Unerfahrenheit, Unerfahren, die Unerfahrenheit, Unwissenheit
- απελαύνω στα γερμανικά - deportieren, ausschließen, verweisen, handeln, ausweisen, vertreiben, ausstoßen, ...
- απελπισμένος στα γερμανικά - rettungslos, verderblich, unheilvoll, verzweifelt, hoffnungslos, aussichtslos, hoffnungslosen, ...
- απενεργοποιώ στα γερμανικά - ausschalten, abschalten, deaktivieren, deaktiviert, zu deaktivieren, Deaktivierung, abzuschalten
Τυχαίες λέξεις
Απελευθερώνω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: freilassen, befreien, zu befreien, frei, Befreiung, freisetzen
Μεταφράσεις: freilassen, befreien, zu befreien, frei, Befreiung, freisetzen