Άτεγκτος στα γερμανικά
Μετάφραση: άτεγκτος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kompromisslos, kompromisslose, kompromisslosen, kompromissloser
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτεγκτος
άτεγκτος συνώνυμα, άτεγκτος ετυμολογία, άτεγκτος συνώνυμο, άτεγκτος λεξικό γλώσσας γερμανικά, άτεγκτος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- άσχημος στα γερμανικά - schrecklich, entsetzlich, hässlich, mies, grämlich, unheilvoll, gemein, ...
- άτακτος στα γερμανικά - chaotisch, neckisch, ungezogen, böse, sittenlos, ungeregelt, unartig, ...
- άτεχνος στα γερμανικά - natürlich, offen, schlicht, spreizen, Ausschrägung, splay, Spreizung
- άτιμος στα γερμανικά - käuflich, bestechlich, unehrlich, bübisch, knavish, schurkischen, Buben, ...
Τυχαίες λέξεις
Άτεγκτος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: kompromisslos, kompromisslose, kompromisslosen, kompromissloser
Μεταφράσεις: kompromisslos, kompromisslose, kompromisslosen, kompromissloser