Επινοητικός στα γαλλικά
Μετάφραση: επινοητικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ingénieux, adroit, inventif, débrouillard*, débrouillard, de ressources, débrouillards, ingénieuse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επινοητικός
επινοητικός σημασια, επινοητικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, επινοητικός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- επιμονή στα γαλλικά - persévérance, obstination, ténacité, constance, opiniâtreté, permanence, durabilité, ...
- επιμύθιο στα γαλλικά - moralité, moral, morale, conséquences, séquelles, Aftermath, suite, ...
- επινοητικότητα στα γαλλικά - astuce, ingéniosité, débrouillardise*, ressource, débrouillardise, l'ingéniosité, la débrouillardise
- επινοώ στα γαλλικά - combiner, forger, mijoter, imaginer, inventer, concevoir, pièce de monnaie, ...
Τυχαίες λέξεις
Επινοητικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: ingénieux, adroit, inventif, débrouillard*, débrouillard, de ressources, débrouillards, ingénieuse
Μεταφράσεις: ingénieux, adroit, inventif, débrouillard*, débrouillard, de ressources, débrouillards, ingénieuse