Εξασθένηση στα γαλλικά
Μετάφραση: εξασθένηση, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affaissement, dommage, insuffisance, endommagement, déclin, baisse, diminution, recul, baisse de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασθένηση
εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση μνήμης, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση ήχου, εξασθένηση λεξικό γλώσσας γαλλικά, εξασθένηση στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- εξαρθρώνω στα γαλλικά - déboîter, démettre, désarticuler, déplacer, luxer, disloquer, désorganiser, ...
- εξαρτώμαι στα γαλλικά - dépendent, déguerpir, consister, dépendez, dépendre, dépends, dépendons, ...
- εξασκώ στα γαλλικά - exercer, instruire, pratiquer, s'exercer, s'entraîner, exploiter, pratique, ...
- εξασφαλίζω στα γαλλικά - enrôler, assurer, warranter, protéger, s'engager, garantir, recruter, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξασθένηση στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: affaissement, dommage, insuffisance, endommagement, déclin, baisse, diminution, recul, baisse de
Μεταφράσεις: affaissement, dommage, insuffisance, endommagement, déclin, baisse, diminution, recul, baisse de