Σωριάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σωριάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дървен материал, Бичен материал, дървесен материал, Lumber
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σωριάζω
σωριάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σωριάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σωρευτικός στα βουλγαρικά - кумулативен, кумулативна, кумулативната, кумулативно, кумулативния
- σωριάζομαι στα βουλγαρικά - разрушение, колапс, срив, крах, срутване, колапса
- σωρός στα βουλγαρικά - комин, купчина, куп, купчината, купчинка, пиле
- σωσίας στα βουλγαρικά - двойно, двоен, двойна, двойни, двойното
Τυχαίες λέξεις
Σωριάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дървен материал, Бичен материал, дървесен материал, Lumber
Μεταφράσεις: дървен материал, Бичен материал, дървесен материал, Lumber