Συνταιριάζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνταιριάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поберат, вписват, побере, се поберат, се побере
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνταιριάζω
συνταιριάζω συνώνυμα, συνταιριάζω λεξικό, συνταιριάζω συνώνυμο, συνταιριάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνταιριάζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνταγματάρχης στα βουλγαρικά - полковник, подполковник, на полковник, полковник от
- συνταγματικός στα βουλγαρικά - конституционния, конституционен, Конституционния, Конституционният, конституционна, конституционната
- συνταξιούχος στα βουλγαρικά - пенсионер, пенсиониран, пенсионери, пенсионира, пенсионирани
- συνταρακτικός στα βουλγαρικά - скандален, ужасно, шокиращо, шокираща, шокиращи
Τυχαίες λέξεις
Συνταιριάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: поберат, вписват, побере, се поберат, се побере
Μεταφράσεις: поберат, вписват, побере, се поберат, се побере