Στέλεχος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στέλεχος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пенис, член, чиновник, стебло, ствол, стволови, стъбло, на стволови
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στέλεχος
στέλεχος ασφαλείας προσώπων & υποδομών, στέλεχος διοίκησης και οικονομίας στον τομέα του τουρισμού, στέλεχος τεχνολογίας & ελέγχου τροφίμων και ποτών, στέλεχος στα αγγλικά, στέλεχος υπηρεσιών αερομεταφοράς, στέλεχος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στέλεχος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στέγνωμα στα βουλγαρικά - сух, сухо, суха, химическо, сухото
- στέκα στα βουλγαρικά - реплика, щека, тъкмо навреме, бияч
- στέλνω στα βουλγαρικά - изпращам, изпрати, изпратите, изпраща, изпратете
- στέμμα στα βουλγαρικά - корона, короната, венец, на короната, краун
Τυχαίες λέξεις
Στέλεχος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пенис, член, чиновник, стебло, ствол, стволови, стъбло, на стволови
Μεταφράσεις: пенис, член, чиновник, стебло, ствол, стволови, стъбло, на стволови