Εξουσιοδοτούμαι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съм, аз
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτούμαι
εξουσιοδοτούμαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εξουσιοδοτούμαι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εξουσία στα βουλγαρικά - авторитет, сила, мощност, власт, енергия, властта
- εξουσιάζω στα βουλγαρικά - проверка, преодолявам, отмени, да отмени, пренебрегне, връх над
- εξουσιοδοτώ στα βουλγαρικά - разреши, разрешават, разрешат, да разреши, да разрешат
- εξουσιοδότηση στα βουλγαρικά - упълномощаване, разрешение, разрешение за, разрешително, на разрешение
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτούμαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съм, аз
Μεταφράσεις: съм, аз