Ενεργητικό στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
актив, активи, активите, активи на
Ενεργητικό στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενεργητικό στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα βουλγαρικά - съкровен, съкровено, съкровения
  • ενεργά στα βουλγαρικά - активен, активно, активното, активна, активната
  • ενεργητικός στα βουλγαρικά - енергичен, енергични, енергична, енергично, енергийно
  • ενεργοποίηση στα βουλγαρικά - активиране, активация, активирането, активиране на, за активиране
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: актив, активи, активите, активи на