Δεσμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δεσμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
роман, връзка, облигация, облигации
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσμός
δεσμός υδρογόνου στο νερό, δεσμός συνώνυμα, δεσμός θεσσαλονίκη, δεσμός συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις, δεσμός αμθ, δεσμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δεσμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δεσμεύω στα βουλγαρικά - спъвам, Fetter, Фетър, на Фетер, Фетер и
- δεσμοφύλακας στα βουλγαρικά - тъмничар, тъмничаря, надзирател, тъмничарят, на тъмничаря
- δεσποινίς στα βουλγαρικά - французка гувернантка, мадмоазел, на мадмоазел, госпожица, госпожице
- δεσποτικός στα βουλγαρικά - тиран, самодържец, майсторски, майсторско, майсторското, майсторска, майсторската
Τυχαίες λέξεις
Δεσμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: роман, връзка, облигация, облигации
Μεταφράσεις: роман, връзка, облигация, облигации