Αγχιστεία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αγχιστεία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
афинитет, афинитетна, афинитет към, афинитета, афинитет на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγχιστεία
αγχιστεία ετυμολογία, καταχρηστική αγχιστεία, αγχιστεία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αγχιστεία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αγρότης στα βουλγαρικά - фермер, земеделец, земеделски производител, земеделски стопанин
- αγχίνοια στα βουλγαρικά - проницателност, хитрост, хитростта, притежавал проницателност
- αγχωμένος στα βουλγαρικά - неспокоен, загрижен, угрижен, тревожност, загрижени
- αγχόνη στα βουλγαρικά - бесилка, бесило, бесилката, бесилки
Τυχαίες λέξεις
Αγχιστεία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: афинитет, афинитетна, афинитет към, афинитета, афинитет на
Μεταφράσεις: афинитет, афинитетна, афинитет към, афинитета, афинитет на