Πυκνός στα αγγλικά

Μετάφραση: πυκνός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thick, dense, thickset, bushing, serried
Πυκνός στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: πυκνός

dense
  • πυκνός
  • κουτός
thick
  • παχυλός
  • πυκνός
  • χονδρός
  • θολός
  • ηλίθιος
bushing
  • πυκνός
  • θαμνώδης
compact
  • πυκνός
  • συμπαγός
cramped
  • πιασμένος
  • πυκνός
serried
  • πυκνός
  • συνωστισμένος
thickset
  • πυκνός
  • χονδρός

Σχετικές λέξεις: πυκνός

πυκνός μαστός, πυκνός αντώνυμα, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός και λιτός λόγος, πυκνός συνώνυμα, πυκνός λεξικό γλώσσας αγγλικά, πυκνός στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • πυγμαχώ στα αγγλικά - box, spar, scrap
  • πυκνωτής στα αγγλικά - condenser, capacitor, a capacitor, capacitor is
  • πυκνότητα στα αγγλικά - thickness, density, consistency, density of, a density, a density of
  • πυκνώνω στα αγγλικά - thicken, condense
Τυχαίες λέξεις
Πυκνός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: thick, dense, thickset, bushing, serried