Προσωπικά στα αγγλικά

Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
personally, in person, personal, person, private
Προσωπικά στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: προσωπικά

in person
  • προσωπικά
personally
  • προσωπικά
  • προσωπικώς

Σχετικές λέξεις: προσωπικά

προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας αγγλικά, προσωπικά στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • προσχώρηση στα αγγλικά - accession, membership, accession to, accession of
  • προσωπείο στα αγγλικά - mask, facade, façade, facies, guise
  • προσωπικό στα αγγλικά - staff, personnel, personal, staff of
  • προσωπικός στα αγγλικά - personal, private, individual, a personal
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: personally, in person, personal, person, private