Οξυγόνωση στα αγγλικά

Μετάφραση: οξυγόνωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oxygenation, oxygen, oxygenation of, oxygenate, oxygenating
Οξυγόνωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: οξυγόνωση

oxygenation
  • οξυγόνωση

Σχετικές λέξεις: οξυγόνωση

οξυγόνωση νερού, οξυγόνωση αίματος, οξυγόνωση εγκεφάλου, οξυγόνωση του αίματος, οξυγόνωση των κυττάρων, οξυγόνωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, οξυγόνωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • οξικός στα αγγλικά - acetic, ethyl, acetate
  • οξυγονοκολλώ στα αγγλικά - weld, oxygonokollo
  • οξυδέρκεια στα αγγλικά - sharpness, acuity, insight, perspicacity, acumen, discernment
  • οξυδερκής στα αγγλικά - sharp, keen, acute, perceptive, perspicacious, statesmanlike, farsighted, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξυγόνωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: oxygenation, oxygen, oxygenation of, oxygenate, oxygenating