Εξουσιοδοτούμαι στα αγγλικά
Μετάφραση: εξουσιοδοτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invest, am authorized, I am authorized
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξουσιοδοτούμαι
εξουσιοδοτούμαι λεξικό γλώσσας αγγλικά, εξουσιοδοτούμαι στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- εξουσία στα αγγλικά - power, authority, powers, power to, empowered
- εξουσιάζω στα αγγλικά - control, overrule, reign, reign over
- εξουσιοδοτώ στα αγγλικά - empower, accredit, authorize, entitle, depute, delegate
- εξουσιοδότηση στα αγγλικά - commission, authorization, warranty, delegation, delegated, authorized
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδοτούμαι στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: invest, am authorized, I am authorized
Μεταφράσεις: invest, am authorized, I am authorized