Διαγωνιζόμενος στα αγγλικά
Μετάφραση: διαγωνιζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
competitor, contestant, bidder, tenderer, entrant
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαγωνιζόμενος
διαγωνιζόμενος λεξικό γλώσσας αγγλικά, διαγωνιζόμενος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- διαγωγή στα αγγλικά - conduct, behaviour, behavior, trim, conduct of, trim of
- διαγωνίζομαι στα αγγλικά - compete, diagonizomai
- διαγωνισμός στα αγγλικά - competition, contest, tender, invitation to tender, to tender
- διαδήλωση στα αγγλικά - demonstration, demo, protest, rally, a demonstration
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνιζόμενος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: competitor, contestant, bidder, tenderer, entrant
Μεταφράσεις: competitor, contestant, bidder, tenderer, entrant