Αφοσίωση στα αγγλικά

Μετάφραση: αφοσίωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
devotion, loyalty, attachment, dedication, commitment
Αφοσίωση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: αφοσίωση

loyalty
  • πίστη
  • αφοσίωση
  • νομιμοφρωσύνη
adhesion
  • προσκόλληση
  • εμονή
  • επούλωση
  • αφοσίωση
attachment
  • προσάρτημα
  • σύνδεση
  • κατάσχεση
  • προσήλωση
  • αφοσίωση

Σχετικές λέξεις: αφοσίωση

αφοσίωση βιβλιο, αφοσίωση ετυμολογία, αφοσίωση veronica roth, αφοσίωση συνώνυμο, αφοσίωση λεξικό, αφοσίωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, αφοσίωση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • αφορίζω στα αγγλικά - excommunicate, unchurch
  • αφορμή στα αγγλικά - excuse, cause, motive, occasion, the occasion, occasion of
  • αφουγκράζομαι στα αγγλικά - hearken, listen, eavesdrop
  • αφού στα αγγλικά - since, after, as, having, once
Τυχαίες λέξεις
Αφοσίωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: devotion, loyalty, attachment, dedication, commitment