Απρόσεκτος στα αγγλικά
Μετάφραση: απρόσεκτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inattentive, heedless, careless, cursory, incautious, unmindful
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: απρόσεκτος
unwary
- απρόσεκτος
- ξένοιαστος
- απρόσεκτος
- αμελής
- απερίσκεπτος
- αδέξιος
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- άνους
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- ρέμπελος
- παράτολμος
- ριψοκίνδυνος
- βιαστικός
- απρόσεκτος
- αμελής
- απρόσεκτος
- αφύλακτος
- απροστάτευτος
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- απροφύλακτος
- απρόσεκτος
- ασεβής
- ανευλαβής
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος
- επιπόλαιος
- τυπικός
- απρόθυμος
- απρόσεκτος
- μηχανικός
- επιπόλαιος
- απερίσκεπτος
- απρόσεκτος
- αλογάριαστος
Σχετικές λέξεις: απρόσεκτος
απρόσεκτος στα αγγλικά, απρόσεκτος αγγλικά, απρόσεκτος συνώνυμα, απρόσεκτοσ συχνά αδιάφοροσ ποτέ, απρόσεκτοσ κύκνοσ, απρόσεκτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, απρόσεκτος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- απρόθυμος στα αγγλικά - reluctant, unwilling, disinclined, perfunctory, indisposed
- απρόσβλητος στα αγγλικά - immune, unassailable, intact, unaffected, definitive as
- απρόσιτος στα αγγλικά - inaccessible, unreachable, ungetatable, uncometable, unaccessible
- απρόσωπος στα αγγλικά - impersonal, faceless
Τυχαίες λέξεις
Απρόσεκτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: inattentive, heedless, careless, cursory, incautious, unmindful
Μεταφράσεις: inattentive, heedless, careless, cursory, incautious, unmindful