Λέξη: εθελοντικά
Σχετικές λέξεις: εθελοντικά
εθελοντικά προγράμματα στο εξωτερικό, εθελοντικά προγράμματα καλοκαίρι 2014, εθελοντικά ταξίδια, εθελοντικά προγράμματα καλοκαίρι 2013, εθελοντικά προγράμματα 2014, εθελοντικά προγράμματα θεσσαλονίκη, εθελοντικά προγράμματα 2013, εθελοντικά μαθήματα, εθελοντικά προγράμματα καλοκαίρι 2012, εθελοντικά προγράμματα
Μεταφράσεις: εθελοντικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
voluntarily, volunteer, voluntary, volunteered, volunteers
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
voluntariamente, voluntaria, forma voluntaria, manera voluntaria, voluntario
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
freiwilligen, freiwillig, freiwilliger Basis, freiwillige, freiwilliger
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bénévolement, volontairement, volontaire, plein gré, gré, volontaires
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
volontariamente, volontaria, spontaneamente, volontario, base volontaria
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tensão, voluntariamente, voluntária, voluntário
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vrijwillig, vrijwillige, vrijwillige basis, op vrijwillige basis, op vrijwillige
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
произвольно, добровольно, добровольной, добровольном, добровольной основе
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frivillig, frivillig basis, frivillig å
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frivilligt, frivillig, frivillig basis, frivilliga, självmant
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vapaaehtoisesti, vapaaehtoista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dobrovolně, se dobrovolně, dobrovolné
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobrowolnie, własnowolnie, dobrowolne, dobrowolnego, własnej woli
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
akaratlagosan, önként, önkéntesen, önkéntes, önkéntes alapon, szándékosan
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kendi isteğiyle, gönüllü, gönüllü olarak, isteğiyle
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плідний, масивний, плодовитий, великий, численний, добровільно
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vullnetarisht, vullnetare, mënyrë vullnetare, vullnetar, në mënyrë vullnetare
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доброволно, доброволно да, доброволно се, желание
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добраахвотна, дабраахвотна, дабравольна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mahukas, mitmeköiteline, vabatahtlikult, vabatahtliku, vabatahtlik, vabatahtlikkuse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dobrovoljno, dragovoljno, se dobrovoljno, svojevoljno, je dobrovoljno
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frjálsum vilja, sjálfviljugur, af frjálsum vilja, sjálfviljugir, frjálsum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savanoriškai, noru, savo noru, valia
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīvprātīgi, labprātīgi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доброволно, доброволно се, доброволно да, доброволна, доброволно го
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de bunăvoie, voluntar, mod voluntar, în mod voluntar, bună voie
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prostovoljno, se prostovoljno, prostovoljni, je prostovoljno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dobrovoľne, dobrovoľnom, na dobrovoľnom, dobrovoľné, dobrovoľnom základe
Τυχαίες λέξεις