Λέξη: εγωκεντρικός
Σχετικές λέξεις: εγωκεντρικός
εγωκεντρικός λόγος, εγωκεντρικός στίχοι, εγωκεντρικός ορισμός, εγωκεντρικός τι σημαινει, εγωκεντρικός χαρακτήρας, εγωκεντρικός μαχαιρίτσας, εγωκεντρικός - λαυρέντης μαχαιρίτσας
Μεταφράσεις: εγωκεντρικός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vain, egocentric, an egocentric
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vacío, vano, egocéntrico, egocéntrica, egocéntricos, egocéntricas, egocentrismo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eingebildet, unfruchtbar, fruchtlos, vergeblich, steril, eitel, egozentrisch, egozentrischen, egozentrische, egozentrischer, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suffisant, stérile, infructueux, vaniteux, futile, vain, inutile, glorieux, vide, fat, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vanitoso, vano, sterile, inutile, egocentrico, egocentrica, egocentrici, egocentric, egocentriche
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inútil, fútil, estéril, aspirador, vaidoso, vão, frívolo, egocêntrico, egocêntrica, egocêntricos, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ijdel, vruchteloos, nutteloos, vergeefs, nietig, egocentrisch, egocentrische, egoïstische, egoïstisch
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесплодный, показной, тщеславный, самовлюбленный, тщетный, самолюбивый, напрасный, бесполезный, суетный, безрезультатный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tom, forgjeves, forfengelig, fåfengt, egosentriske, egosentrisk, egocentric, selvopptatt, egoistiske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fruktlös, egocentrisk, egocentriska, egocentriskt, egocentral, självupptagen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pöyhkeä, turha, leuhka, hedelmätön, korskea, nokkava, kopea, hyödytön, itsekeskeinen, itsekeskeisiä, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forgæves, forfængelig, egocentrisk, egocentriske, egocentric, egoistiske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
marnivý, zbytečný, domýšlivý, marný, ješitný, pyšný, neplodný, egocentrický, egocentrické, egocentrická, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gołosłowny, pusty, czczy, płonny, próżny, egocentryczny, egocentryk, egocentryczne, egocentryczna, egocentric
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egoista, önző, egocentrikus, az egocentrikus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
verimsiz, boş, ben merkezci, benmerkezci, egosantrik, egocentric, ben merkezli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
егоцентричний, егоцентрична, егоцентрічний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
egocentrik, egoistik
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
егоцентричен, егоцентрик, егоцентрично, егоцентрична, егоцентрични
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эгацэнтрычны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viljatu, edev, asjatu, enesekeskne, egotsentriline, enesekesksed, enesekeskseid, egotsentrilisest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zaludu, beznačajan, uobražen, isprazan, uzaludan, egocentričan, egocentrični, egocentrik, egocentričnu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
egocentric
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sterilis, leviculus, irritus, inanis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bevaisis, bergždžias, tuščias, egocentrinis, Egocentryczny, Egocentryk, egocentric, egocentriškas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veltīgs, egocentriski, egocentric
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
егоцентричен, егоцентрична
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inutil, egocentric, egocentrică, egocentrica, egocentrice, egocentrici
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
egocentrični, egocentrična, samoljuben, Egocentrik, egocentričnega
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
egocentrický, egocentrik
Τυχαίες λέξεις