Λέξη: εγχειρίδιο

Σχετικές λέξεις: εγχειρίδιο

εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου σπηλιωτόπουλος, εγχειρίδιο βλακείας, εγχειρίδιο βλακείας pdf, εγχειρίδιο διοικητικού δικαίου, εγχειρίδιο ελεύθερης κατάδυσης, εγχειρίδιο χρήσης ψηφιοποίησης αγροτεμαχίου, εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας, εγχειρίδιο διαδικασιών διαχείρισης και ελέγχου συγχρηματοδοτούμενων πράξεων, εγχειρίδιο περιγραφικής ανατομικής, εγχειρίδιο γλωσσικής διδασκαλίας α ́ λυκείου απαντήσεις ασκήσεων, εγχειρίδιο χρήσης

Συνώνυμα: εγχειρίδιο

στιλέτο, σημείο παραπομπής, ξιφίδιο, εγκόλπιο

Μεταφράσεις: εγχειρίδιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
manual, handbook, user guide, guide, user
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
manual, guía, manual de, instrucciones, manual del, el manual
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handbuch, manuell, leitfaden, manual, handbetrieb, anleitung, Handbuch, Manual, Hand-, manuelle
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
manuel, guide, emploi, d'emploi, manuelle
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
manuale, guida, manuale di, Istruzioni, Istruzioni per, d'uso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obreiro, mão, manual, manual do, manual de, o manual, o manual do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vademecum, gids, reisgids, handleiding, gidsboek, handboek, handmatig, handmatige, gebruiksaanwijzing
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наставление, учебник, справочник, указатель, ручной, устав, пособие, описание, руководство, по эксплуатации, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndbok, manuell, manual, manuelle, manualen, håndboken
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
manuell, handbok, boken, manuella, handboken
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ohje, käsikirja, opas, opaskirja, manuaalinen, oppaat, käsikirjan, ohjeen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
manual, manuel, vejledning, manuelle, manualen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příručka, průvodce, manuální, ruční, manuál, k použití, použití
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ręczny, zręczny, instrukcja, informator, fizyczny, zwinny, manualny, poradnik, wademekum, podręcznik, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kézi, kézikönyv, utasítás, útmutatót
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elkitabı, manuel, kılavuzu, kitabınızı indirin, kitabınızı, el kitabı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
закутування, довідник, керівництво, дороговказ, почервоніння, Посібник, Інструкції, інструкцію, Адміністрація
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
udhëzues, manual, Manuali, manuale, doracak
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръчен, наръчник, употреба, за употреба, ръководство
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіраўніцтва, Дапаможнік, Лідэрства
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käsiraamat, juhend, kasutusjuhend, manuaal, kasutusjuhendi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
knjiga, udžbenik, priručnik, priručnoj, manualan, ručni, priručniku, za upotrebu, upotrebu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
handbók, Manual, Handvirkt, Handvirk, handvirka
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žinynas, vadovėlis, vadovas, vadovą, instrukcijos, vadovai, rankinis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klaviatūra, rokasgrāmata, pamācība, pamācību, rokasgrāmatu, pamācība ir
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
прирачник, рачен, рачно, рачна, прирачникот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
manual, manualul, Ghid, manuală, Ghid de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Navodilo, priročnik, navodila, ročno, Navodilo za
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
príručka, manuál, ruční, príručku, Návod, sprievodca

Στατιστικά δημοτικότητας: εγχειρίδιο

Τυχαίες λέξεις