Λέξη: εγκαινιάζω
Σχετικές λέξεις: εγκαινιάζω
εγκαινιάζω τον καινουργιο εαυτο μου - μακροπουλοσ, εγκαινιάζω μακροπουλος, εγκαινιάζω τον καινούριο εαυτό μου, εγκαινιάζω μακροπουλος lyrics, εγκαινιάζω τον καινουργιο εαυτο μου, εγκαινιάζω τον, εγκαινιάζω συνώνυμα, εγκαινιάζω τον καινουργιο εαυτο μου στιχοι
Συνώνυμα: εγκαινιάζω
αφιερώνω, καθιερώ, καθαγιάζω, χειροτονώ, αγιάζω, κηρύσσω την έναρξη
Μεταφράσεις: εγκαινιάζω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inaugurate, initiate, open, consecrate, dedicate, I launch
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inaugurar, abierto, iniciar, despejado, destapar, abrir, inaugurará, inauguración, inaugura, inauguración de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eröffnen, gelehrte, übersichtlich, offen, öffnet, aufschlagen, erschließen, geöffnet, anfänger, aufmachen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
introniser, initié, ingénu, débuter, ouvert, entament, sincère, ouvrir, défaire, franc, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dischiudere, aprire, inaugurare, aperto, esordire, iniziare, inaugurerà, inaugura, inaugurato, inaugurazione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
em, iniciar, na, aberto, inicial, debalde, no, abrir, inaugurar, inauguração, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beginner, openen, openlijk, opendoen, openmaken, open, inaugureren, inhuldigen, inluiden, wijden, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раскрыться, растворяться, приотворяться, открываться, ознаменовать, отворить, вводить, новичок, отворяться, размыкать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
åpenlys, innvie, innlede, åpen, åpne, fri, innviet, innvier, innsette
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öppen, öppna, inviga, inviger, inleda, att inviga, invigde
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
avata, aava, oppinut, perustaa, ensikertalainen, avonainen, avara, avoin, auki, aloittelija, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbne, indvie, indlede, indvier, at indvie, indvielsen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nechráněný, otevřít, přijmout, upřímný, rozevřít, zahájit, otvírat, veřejný, spustit, nepokrytý, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wolny, objawiać, wprowadzać, inaugurować, rozwarty, brać, zainaugurować, rozpocząć, rozpiąć, wprowadzić, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beiktat, leleplez, felavassa, felavat, beiktassa
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açık, açmak, açılış yapmak, açılışını, açılışı, atma töreni, başlatacağını
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відчинити, ініціали, відкриття, відкривати, відкритий, відчиняти, відкрити
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çelët, çel, përuroj, hap, inauguroj, inaugurojmë, përurojë, përurojnë, të përurojë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отворено, отворен, отворена, отворени, отварям, откривам, открие, откриването, сложи началото, освети
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адчыняць, адкрыты, адкрываць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahti, avalik, algatama, avama, pidulikult alustama, pidulikult, Avada, Algatab, ametisse pühitsema
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvesti, razjasniti, upoznati, pokrenuti, započeti, početak, posvetiti, otvoreno, otvoren, potaknuti, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
opinn, opna, inaugurate, vígja, að vígja
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
patefacio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atidaryti, iškilmingai atidaryti, inauguruoti, Iezvanīt, iškilmingai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvērt, iezvanīt, atklāt, svinīgi atklāt, -atklāt, svinīgi ievadīt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инаугурира, инаугурираат, се инаугурира, го инаугурира, свечено
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deschis, începător, deschide, inaugura, inaugureze, inaugurarea, inaugurat, inaugurează
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odprt, odpirati, uvést, odprto, odpreti, Inaugurirati, slovesno, slovesno odprl, odpirata
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otvoriť, začať, zahájiť, začatí, o začatí
Τυχαίες λέξεις