Λέξη: διπλωμάτης
Σχετικές λέξεις: διπλωμάτης
γυναίκα διπλωμάτης, ελληνίδα διπλωμάτης, ολλανδός διπλωμάτης, διπλωμάτης ορισμός, διπλωμάτης μισθός, επάγγελμα διπλωμάτης, σεφέρης διπλωμάτης, διπλωμάτησ ετυμολογία
Μεταφράσεις: διπλωμάτης
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diplomat, a diplomat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diplomático, diplomático de, diplomática, diplomata, el diplomático
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Diplomat, Diplomaten, Diplomatin
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diplomate, le diplomate, diplomate de, diplomatie, un diplomate
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diplomatico, diplomatico di, diplomatica, il diplomatico, diplomazia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diplomata, untar, diplomata de, diplomático, o diplomata
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diplomaat, Diplomat, diplomatieke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дипломат, дипломатом, дипломата, дипломатов
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diplomat, diplomaten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diplomat, diplomaten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
diplomaatti, Diplomat, diplomaatin, diplomaattina
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diplomat, diplomaten, diplomater, diplomats
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
diplomat, diplomatem, diplomata, diplomatka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyplomata, dyplomatka, Diplomat, dyplomatą, dyplomaty
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diplomata, diplomataként, diplomatát, diplomatája
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
diplomat, diplomatı, The Diplomat, bir diplomat
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дипломат, дипломата
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diplomat, diplomati, diplomat i, diplomati i, diplomatin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дипломат, дипломат от, дипломат на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыпламат, дыплямат
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
diplomaat, diplomaadi, diplomaadina, diplomaadile
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
diplomata, diplomat, diplomatu, je diplomat, diplomat je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erindreki, stjórnmálamaður, ríkiserindreki, sendiráðum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diplomatas, diplomato, diplomatu, diplomatą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diplomāts, diplomāta, diplomātu, diplomāte
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дипломат, дипломатот, дипломат од, дипломат на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diplomat, diplomatul, diplomat de, diplomatului, Un diplomat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diplomat, diplomatka, diplomata, diplomat je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
diplomat, diplomatka, diplomata, diplomatický
Τυχαίες λέξεις