Λέξη: διαρρέω
Σχετικές λέξεις: διαρρέω
διαρρέω αμετάβατο, διαρρέω ή διοχετεύω
Συνώνυμα: διαρρέω
στάζω, ξεφεύγω, κάνω νερά, κάνω ρωγμή
Μεταφράσεις: διαρρέω
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leak, seep, ooze, bilge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gotear, fuga, filtrarse, filtre, filtran, filtrarse a, filtrará
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leckage, leck, undichtigkeit, sickern, versickern, eindringen, einsickern, sickert
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gerçure, fêlure, fuissez, déchirure, filtrer, fuite, suinter, ouverture, découlez, fuient, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
perdere, colare, perdita, fessura, filtrare, penetrare, infiltrarsi, penetri
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuga, infiltrar-se, infiltrar, escoar, infiltram
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lek, sijpelen, sijpelt, binnendringen, seep, lekken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
течь, протекать, затекать, просачиваться, убыль, утечка, протечь, утекать, обнаруживаться, просочиться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lekkasje, lekk, sive, siver, seep, trenge, lekke
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sippra, seep, tränga, sipprar, läcka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valua, tihkua, vuotaa, vuoto, seep, valuu, tihkuvat
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sive, brud, siver, trænge, at sive, sive ind
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prosakovat, díra, proniknout, unikání, trhlina, puklina, štěrbina, otvor, prosáknout, zatéci, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciec, dziura, sączyć, nieszczelność, pęknięcie, przeciekać, ulatniać, wyciek, przesączać, ujawniać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiszivárogtatás, kicsepegés, szivárgás, vezetékhiba, lék, szivárog, beszivároghat, beszivárognak, szivárogni, beszivárogjon
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sızmak, sızabilir, anlaşılmak, sızarak, sızmasına
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліги, просочіться, просочуватися, проникати, просочуватись, просочуватиметься
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
depërtoj, të depërtoj, depërtojnë, kulloj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
теч, прониквам, просмуче, се просмуче, се просмукват, просмука
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прасочвацца, пранікаць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lekk, immitsema, lekkima, nõrguma, leke, immitseb, seep, valguda, imbuda
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
curenje, curiti, pukotina, istjecanje, cijediti, dopre, procuriti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
seytla, síast
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sunktis, pateko, prasiskverbti, sunkiasi, kauptųsi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sūkties, tecēt, sūcas, iesūcas, izplūstu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стичам, да стичам, истури, се истури, навлезе
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
infiltra, infiltreze, se infiltreze, seep, prelinge
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pronica, pronicajo, pronicati, prodrejo, steče
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
únik, puklina, netesnosť, presakovať, vytečeniu, unikať voda, presakova, prosakovat
Τυχαίες λέξεις