Λέξη: διαδοχή
Σχετικές λέξεις: διαδοχή
διαδοχή κατά ρίζεσ, διαδοχή μητροπολίτη ιωαννίνων, διαδοχή κκε, διαδοχή εργοδότη, διαδοχή μητροπολίτη μαρωνείας, διαδοχή μητροπολίτη αργολίδος, διαδοχή αγγλικά, διαδοχή κρατών, διαδοχή στη μητρόπολη ιωαννίνων, διαδοχή φάσεων
Συνώνυμα: διαδοχή
αλληλουχία, ακολουθία, σειρά, αποτέλεσμα, αλληλοδιαδοχή
Μεταφράσεις: διαδοχή
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sequence, succession, succession of, sequence of, successions
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
serie, secuencia, secuela, sucesión, la sucesión, sucesión de, sucesivamente
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sequenz, reihenfolge, folge, serie, aufeinanderfolge, erbfolge, folgerichtigkeit, abfolge, reihe, ablauf, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
héritage, rang, alignée, enchaînement, queue, suite, rangée, succession, scène, ordre, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ordine, serie, sequenza, successione, susseguirsi, seguito, successioni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sucessão, sucessivamente, de sucessão, sucessões, a sucessão
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opvolging, volgorde, opeenvolging, successie, elkaar, achter elkaar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
следствие, ряд, преемственность, очередность, порядок, преемник, наследование, кадр, секвенция, последователь, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rekke, følge, rekkefølge, suksesjon, rad, hverandre, suksess
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sekvens, följd, succession, successions, arvs, arv
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vallanperimys, kruununperimys, järjestys, seuraanto, sarja, jakso, perättäisyys, jono, peräkkäin, perimykseen, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
succession, rækkefølge, hinanden, træk, arv
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sled, posloupnost, nástupnictví, dědění, pořadí, následování, následnost, následnictví, postup, dědictví, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
seria, sekwencja, bieg, następstwo, gustowność, spadek, amfilada, sukcesja, ciąg, sekwens, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utódlás, sorozat, örökösök, szekvencia, számsor, folytatás, filmjelenet, sorrend, képsor, következés, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sonuç, sıra, dizi, veraset, arkaya, yedekleme, birbirini, halefiyet
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
успадкування, послідовність, низку, ряд, лад, низка, лаву, лава, спадкоємця, послідовності
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varg, seri, vazhdimësisë, e vazhdimësisë, suksesion
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
последователност, приемственост, поредица, победа, Последователни
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паслядоўнасць, пасьлядоўнасьць, паслядо, паслядоўнасці, паслядо ¢ насць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rida, järgnevus, järjend, jada, õigusjärglus, järjest, pärandi, pärimise
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sekvenca, poredati, slijeđenje, secesija, logičnost, posljedica, uzastopnost, niz, slijed, sukcesije, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
röð, vígsluröð
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
successio
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
seka, perėmimas, paveldėjimo, paveldėjimas, paveldėjimui
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
secība, pēctecība, mantošanu, pēctecības, mantošanas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сукцесија, сукцесијата, ред, наследување, едноподруго
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
succesiune, serie, succesiunii, succesiv, succesiunea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sled, red, nasledstvo, dedovanje, nasledstva, sukcesija, dedovanja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sled, postup, postupnosť, poradie, súslednosť, postupnosti
Τυχαίες λέξεις