Λέξη: δεσμός
Σχετικές λέξεις: δεσμός
δεσμός υδρογόνου στο νερό, δεσμός συνώνυμα, δεσμός θεσσαλονίκη, δεσμός συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις, δεσμός αμθ, δεσμός ιωάννινα, δεσμός van der waals, δεσμός κομοτηνή, δεσμός μκο, δεσμός υδρογόνου
Συνώνυμα: δεσμός
γραβάτα, σταμάτημα εργασίων, ισοψηφία, λαιμοδέτης, ζώνη, μπάντα, ταινία, όμιλος, ορχήστρα, εγγυητής, ομολογία, κόμπος, κόμβος, όζος, φιόγκος, σύνδεσμος, κρίκος, στήριγμα, υποστύλωμα, ζεύγος, πλέγμα, συνάφεια, σύζευξη, σύνδεση, ένωση, ζευγάρωμα, κομπλάρισμα, επίδεσμος
Μεταφράσεις: δεσμός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bond, affair, link, tie, linkage, bond is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asunto, caso, vínculo, traba, negocio, enlace, fianza, bono, bonos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
liaison, haftung, gefangen, sache, obligation, schuldverschreibung, fessel, gewährleistungsgarantie, mauerverband, angelegenheit, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
scandale, gage, aventure, fait, cause, lier, raccorder, sujet, adhérence, attacher, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
legame, affare, fatto, faccenda, cosa, saldare, caso, vincolo, obbligazionario, obbligazione, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
causa, adesão, negócio, coisa, ligação, caso, questão, assunto, vínculo, laço, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
obligatie, aangelegenheid, ding, band, zaak, affaire, adhesie, binding, grip, spul, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стычка, купюра, похождение, обязательство, залог, соединение, дело, приключение, роман, связывать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anliggende, forretning, sak, ting, affære, obligasjon, bond, obligasjonslån, bindingen, obligasjons
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
obligation, angelägenhet, affär, bindning, obligations, bindningen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
side, takaus, afääri, asia, esine, tarttua, juttu, obligaatio, kysymys, tilaisuus, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
affære, bånd, anliggende, sag, ting, obligation, binding, obligationer, obligationen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záruka, svazek, vázat, spojovat, obchod, věc, aféra, událost, obligace, úpis, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kajdany, złącze, interes, romans, sprawa, bon, zobowiązanie, obligacja, wydarzenie, weksel, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötvény, kötés, kötést, kötvények, kötelék
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
konu, ise, iş, olay, mesele, bağ, tahvil, bağı, bond, bağdır
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заняття, злуку, сутичка, діло, зв'язок, бона, пов'язувати, справу, пригода, подія, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lidhje, obligacion, lidhja, bonove, lidhje e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
роман, връзка, облигация, облигации
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязак, сувязь
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
side, pantima, asi, afäär, kautsjon, armulugu, võlakiri, võlakirjade, võlakirja, sideme
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
afera, stvar, stanje, zadužnica, spoj, posao, skandal, povezanost, obveznica, veza, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atvik, skuldabréf, tengi, skuldabréfa, skuldabréfamarkaði, tengið
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
causa, res
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalykas, daiktas, reikalas, istorija, ryšys, obligacija, obligacijų, obligacijos, obligacijas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lieta, galvojums, temats, jautājums, obligācijas, saite, parādzīme, obligāciju, obligācija
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врска, обврзници, обврзницата, обврзница, обврзниците
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cauţiune, afacere, adeziune, chestiune, obligaţie, legătură, obligațiuni, de obligațiuni, obligatiuni, obligațiunilor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bon, vez, bond, obveznic, obveznica, obveznice
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bon, pletka, dlhopis, dlhopisy, dlhopisu, nástroj viazaný, nástroj viazaný na
Στατιστικά δημοτικότητας: δεσμός
Τυχαίες λέξεις