Λέξη: δίοδος
Σχετικές λέξεις: δίοδος
δίοδος zener, δίοδος γερμανίου, δίοδος led, δίοδος σεμινάρια, δίοδος οτε, δίοδος schottky, δίοδος pn, δίοδος μεταφορική, δίοδος ρόδος, δίοδος ζένερ
Συνώνυμα: δίοδος
δρομάκι, δεντροστοιχία, δρομίσκος, σκάλα πλοίου, πέρασμα, διάβαση, εδάφιο, υπόγεια διάβαση, κατώγι δρόμου, κατώγι σιδηροδρόμου
Μεταφράσεις: δίοδος
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thoroughfare, passage, diode, passageway, path, channel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pasaje, paso, paso de, el paso, aprobación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchfahrt, verkehrsstraße, Durchgang, Passage, Stelle, Durchfahrt
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
artère, passage, voie, traversée, le passage, adoption, passage de, canal
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
brano, passaggio, passo, il passaggio, di passaggio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
passagem, passagem de, a passagem, trecho, passar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
passage, doorgang, overgang, gang, verstrijken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проход, магистраль, прохождение, переход, отрывок, проезд
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
passasje, passasjen, passage, passering
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
passage, passagen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
läpiajo, kulku, kohta, käytävä, siirtyminen, kappale
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
passage, passagen, afsnit, overgangen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průjezd, průchod, tepna, pasáž, průchodu, přechod
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ulica, magistrala, ciąg, przejazd, przejście, arteria, upływ, pasaż, korytarz
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áthaladás, folyosón, átjáró, áthaladását, járat
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçit, geçiş, pasaj, geçişi, kanalı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прохід, магістраль, проїзд, проходе, проходження, Організація проходження, Прохождение
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasazh, kalim, kalimi, pasazhi, kalimi i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проход, пасаж, преминаване, откъс, преминаването
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праходжанне, мінанне, праходжаньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maantee, läbikäik, tee, läbimine, koridor, möödumine, läbipääsu, teekonda
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
put, prolaz, odlomak, prolaza, prolaz za, ulomak
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirferð, leið, framrás, göng, göngin
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištrauka, perėjimas, praėjimas, kanalas, pasažas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fragments, eja, pāreja, šķērsošana, caurbraukšanas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
премин, минување, пасус, усвојувањето, поминување
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pasaj, trecere, trecerea, de trecere, trecerii
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odlomek, prehod, prehoda, prehodu, prehodom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priechod, prechod, kanál
Τυχαίες λέξεις