Λέξη: δίδακτρα
Σχετικές λέξεις: δίδακτρα
δίδακτρα ιδιωτικών παιδικών σταθμών, δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων 2013-14, δίδακτρα ιεκ, δίδακτρα αρσακείου, δίδακτρα εαπ 2014, δίδακτρα πανεπιστημίου λευκωσίας, δίδακτρα ιδιωτικών σχολείων, δίδακτρα εαπ, δίδακτρα κωστέα γείτονα, δίδακτρα pierce
Συνώνυμα: δίδακτρα
αμοιβή, τέλη
Μεταφράσεις: δίδακτρα
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fee, tuition, tuition fees, fees, school fees
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
paga, derechos, matrícula, la matrícula, clases, enseñanza, colegiatura
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebühr, gebuht, preis, gage, Unterricht, Nachhilfe, Studien, Studiengebühren
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
droit, salaire, rétribution, déguster, vacation, gratification, honoraires, redevance, taxe, contribution, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tassa, retribuzione, paga, lezioni, del corso, insegnamento, ripetizioni, tasse scolastiche
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
remunerações, ensino, instrução, aula, aula particular, taxa de matrícula
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
honorarium, onderwijs, collegegeld, lessen, studiegeld
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вознаграждение, гонорар, сбор, мзда, взнос, плата, обучение, учёбе, в учёбе, обучения, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gebyr, honorar, undervisning, opplæring, skolepenger, skole, undervisningen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avgift, honorar, undervisning, undervisnings, undervisningen, termins
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maksu, palkkio, opetus, opetusta, opetuksen, lukukausimaksuja, lukukausimaksuista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
undervisning, undervisningen, privattimer, undervisningsafgifter, studieafgift
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příspěvek, poplatek, honorář, odměna, výuka, školné, vyučování, výuku, výuky
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wynagrodzenie, wpisowe, zapłata, składka, honorarium, czesne, opłata, nauczanie, nauka, naukę, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
honorárium, illetmény, oktatás, tandíj, tandíjat, a tandíj, oktatást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ücret, öğretim, öğrenim, ders, eğitim, okul
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гонорар, плата, винагорода, навчання
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkollim, mësimi, për shkollim, shkollimit, mesimin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
такса, плата, обучение, за обучение, обучението, уроци, обучение по
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
навучанне, навучаньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maks, tasu, liikmemaks, õppemaks, õppemaksu, tunni pikkus, õpetamine, õppemaksust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagrada, ulog, naknada, cijena, taksa, školarina, poduke, školarine, nastava, nastavom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kennslu, Skólagjöld, kennsla, skólagjöldum, Samstarfsháskólar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mokymas, mokslą, studijų, už mokslą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmācība, mācību, studiju, mācības
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
школарината, школувањето, школарина, настава, обука
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
onorariu, învățământ, școlarizare, de școlarizare, predare, scolarizare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poučevanje, šolnine, pouka, šolnina, Šole
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poplatok, plat, výučba, výuka, vyučovanie, vzdelávanie
Στατιστικά δημοτικότητας: δίδακτρα
Τυχαίες λέξεις