Λέξη: γκρεμός
Σχετικές λέξεις: γκρεμός
γκρεμός μετάφραση αγγλικά, γκρεμός χατζιδάκις, γκρεμός στίχοι, γκρεμός συνώνυμα, γκρεμός στα αγγλικά, γκρεμός ανδρεάτος, γκρεμός in english, δημοσιονομικός γκρεμός, γκρεμός όνειρο, γκρεμός ονειροκρίτης
Συνώνυμα: γκρεμός
κατσάβραχα, απόκρημνος βράχος, βράχος, κρημνός, απότομος βράχος, απότομη κατωφέρεια, πλευρά τάφρου
Μεταφράσεις: γκρεμός
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
precipice, cliff, crag, scarp, the cliff
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despeñadero, derrumbadero, abismo, acantilado, precipicio, del acantilado, acantilado de, acantilados
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
felsvorsprung, klippe, abgrund, kliff, Klippe, Felsen, cliff, Klippen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abysse, escarpé, gouffre, abrupt, précipice, à-pic, abîme, falaise, la falaise, falaises, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abisso, precipizio, scogliera, rupe, dirupo, falesia, della scogliera
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
penhasco, fundão, precipício, boqueirão, abismo, sorvedouro, falésia, do penhasco, cliff
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klip, klif, afgrond, kolk, rots, cliff
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обрыв, прорва, пропасть, пучина, круча, утес, утёс, скала, бездна, Клифф, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klippe, avgrunn, skrent, Cliff, klippen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stup, bråddjup, avgrund, klippa, klippan, cliff, klipp, klippa med
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kallionjyrkänne, kallio, jyrkänne, rantakallio, kallion, kalliolla, Cliff
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klint, cliff, klippe, klippen, klinten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útes, propast, sráz, Cliff, útesu, skalní, skály
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
faleza, urwisko, klif, klifu, cliff, urwiska
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szirt, szirtfal, sziklafal, szikla, sziklás, szikláról, cliff, sziklán
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uçurum, uçurumun, cliff, uçurumdan, bir uçurum
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дорогий, бескид, стрімчак, скеля, дорогоцінний, цінний, круча, Утес, скелю, скелі
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkëmb, Klif, cliff, shkëmb të, skërkë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
унес, стръмна скала, скала, Клиф, Cliff, скалата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўцёс, Уцёс, скала, скалу
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaljuserv, kalju, järsak, pank, cliff, kaljul, pankrannik
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
greben, klif, ponor, strmina, litica, strmca, provalija, pećina, stijena, vrlet, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bjarg, klettur, berg, hamar, Cliff, Klettaveggur, kletti, bergið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uola, Cliff, uolos, skardis, uolų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krauja, klints, cliff, klintis, atsegums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
карпа, гребен, карпа се, карпата, карпа во
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prăpastie, stâncă, faleza, stanca, stanci, stânci
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
propast, svah, cliff, pečine, klif, skala, stena
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
svah, útes, úskalí, Reef, cliff
Τυχαίες λέξεις