Λέξη: γκρίνια

Σχετικές λέξεις: γκρίνια

γκρίνια παιδιών, γκρίνια ορισμός, γκρίνια παιδιού, γκρίνια μετάφραση, γκρίνια μωρού, γκρίνια ετυμολογία, γκρίνια γυναικών, γκρίνια βρέφους, γκρίνια στη σχέση, γκρίνια συνώνυμα

Συνώνυμα: γκρίνια

βογγητό, στεναγμός, γόος, κρεβατομουρμούρα, μάλωμα, δυστροπία, μεμψιμοιρία

Μεταφράσεις: γκρίνια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gripe, moan, nagging, whimpering, fault finding, grouchiness
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
agarrar, gemido, quejido, queja, lamento, gemir
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
griff, beschwerde, Stöhnen, Ächzen, moan, jammern
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appréhender, plainte, saisir, empoigner, gémissement, gémir, gémissements, moan
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acchiappare, gemito, lamento, gemere, lamentarsi, mugolio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gemido, lamento, gemer, lamentar, moan
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kreunen, gekreun, kreun, Moan, zeuren
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зажатие, рукоятка, зажим, стон, стонать, стоном, стоны
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
moan, stønn, stønne
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stön, moan, stönande, stöna
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pahoitella, nurkua, napina, nalkuttaa, napista, vaikerrus, Moan, valittaa, voihkia, valitus
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klynk, moan, jamre, stønne, stønnen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uchopit, sténání, zasténání, sten, zaúpění, kvílení
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dojmować, biadolić, chwytać, narzekać, przeszyć, labiedzić, jęczeć, jęk, moan, biadać
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyögés, nyögést, felnyögött, sóhaj, nyög
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inilti, bir inilti, moan, inlemeye
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затиск, стогін
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ankohem, rënkim, ankesë, ofshamë, ofshaj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
важим, стон, стенание, стон се, охкане
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стогн, стогны, енк
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nurisema, nurin, soiguma, kurtmine, oie, oigama, kaeblema
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jaukati, stenjati, jauk, jadikovati, jaukanje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stynja
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dejuoti, aimana, vaitoti, bėdojimas, bėdoti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vaidēt, kunkstiens, vaids, kurnēšana
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стенкањето, поплака, воздишка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
geamăt, geme, geamat, suspin, murmur
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Stenjati, Jadikovati, Oplakivati, Moan, Jaukanje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stonanie, sténání, vzdychanie, stenanie, nárek
Τυχαίες λέξεις