Λέξη: γκελ
Σχετικές λέξεις: γκελ
γκελ bistrot, γκελ γκελ καιξη, γκελ bistrot menu, γκελ γκελ, γκελ αμαν, γκελ bistrot στην οδό κολοκοτρώνη και αριθμό 59 β, γκελ γκελ καϊκτσή, γκελ bistrot μενου, γκελ μπιστρό, γκελ μπουρντα
Μεταφράσεις: γκελ
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bounce, rebound, rebounding, rebounding against, is rebounding against
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
saltar, rebotar, rebote, recuperarse, de rebote, repuntar
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abspringen, rückprall, federkraft, Rebound, Zugstufe, Rückprall
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
répercuter, bond, réfléchir, bondissent, répercussion, refléter, rebond, réverbération, renvoyer, bondissez, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimbalzare, rimbalzo, estensione, di rimbalzo, rebound
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
repercussão, ricochete, ricochetear, ressalto, repercutir
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
terugkaatsen, rebound, uitgaande, opveren
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подпрыгнуть, подпрыгивать, отскок, скачок, прыжок, отскока, отскочить, восстановится, восстанавливаться
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rebound, returen, etterp, etterpå, like etterp
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rebound, återhämta, återhämta sig, återhämtning, rekyl
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loikka, kimmahdus, kilpistyä, hyppäys, kehua, kimmahtaa, ponnahtaa, kimmota, rebound, elpyvän
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rebound, stige, vokse kraftigt, opsvingsvirkninger
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odskok, skok, odraz, odrazit, odskočit, vyskočit, skákat, rebound, odrazu, rebound fenomén
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wlatywać, odbijać, energia, odskoczyć, podskakiwać, podrzucać, chełpliwość, odbicie, rykoszet, odbić się, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vitalitás, ugrálás, visszapattan, rebound, fellendülés, visszaáll, húzó
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sıçrama, geri tepme, sekme, ribaund, toparlanma, tepme
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стрибок, підстрибнути, відскік, відскок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tërhiqem, të tërhiqem, reagim, kthehem mbrapsht, reaksion
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отскок, отскачам, отскочи, ребаунд, възвърне
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адскок, отскок
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põrge, põrkama, tagasipõrge, rõhutus, tagasilöögi, tagasilöögiefekti, tagasilöögina
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odskočiti, vibracija, praskati, skok, odskakati, odskok, skakati, rebound, odboj, skok u napadu, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bopp, rebound, endurkast, rétta sig, rétta sig af
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rikošetas, atsiliepti, reakcija, atšokti, atsimušti
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atsitiens, atsitiena, atsitiena fenomens, atsitienu, atgriezeniskas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се враќа, враќа, rebound, во крајна линија
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
recul, de rebound, revina, si revina
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odraz, rebound, preobratu, povratni, povratnega, ponovno povečali
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odraz, odskočiť
Στατιστικά δημοτικότητας: γκελ
Τυχαίες λέξεις