Eingekehrt στα ελληνικά

Μετάφραση: eingekehrt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρχομαι, έχει επιστρέψει, επέστρεψε, επιστρέψει, έχει επανέλθει, επιστρέφει
Eingekehrt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arbeitsjahr στα ελληνικά - έτος, έτους, χρόνο, περίοδο, χρονιά
  • ausblühung στα ελληνικά - γλίτσα, άνθηση, εξάνθησης, Η εξάνθηση, εξάνθηση, Ανθοφορία
  • behauptende στα ελληνικά - υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενος, ισχυριζόμενη, διεκδίκηση, ισχυρίζεται
  • besorgnis στα ελληνικά - ταραχή, φόβος, προβληματισμός, ανησυχία, ενδιαφέρον, σύλληψη, αφορούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Eingekehrt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρχομαι, έχει επιστρέψει, επέστρεψε, επιστρέψει, έχει επανέλθει, επιστρέφει