Abschalten στα ελληνικά
Μετάφραση: abschalten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απενεργοποιώ, αχρηστεύω, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, σβήστε, απενεργοποίηση, σβήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abschaffend στα ελληνικά - κατάργηση, την κατάργηση, καταργώντας, κατάργηση των, η κατάργηση
- abschaffung στα ελληνικά - κατάργηση, κατάλυση, κατάργησης, καταργήσεως, την κατάργηση, κατάργησή
- abschaltung στα ελληνικά - κλείσιμο, τερματισμού, διακοπή λειτουργίας, τερματισμού λειτουργίας, shutdown
- abschattung στα ελληνικά - σκίαση, σκίασης, η σκίαση, τη σκίαση, σκιά
Τυχαίες λέξεις
Abschalten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απενεργοποιώ, αχρηστεύω, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, σβήστε, απενεργοποίηση, σβήσει
Μεταφράσεις: απενεργοποιώ, αχρηστεύω, απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήστε, σβήστε, απενεργοποίηση, σβήσει